- αστιγμάτιστος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει στίγματα, σημάδια ή κηλίδες2. εκείνος που δεν έχει στιγματιστεί ηθικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστιγμάτιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει στίγματα, άστικτος: Ήταν ο μόνος στο καράβι που είχε τα χέρια του και το στήθος του αστιγμάτιστα. 2. αυτός που δε στιγματίστηκε ηθικά, ακηλίδωτος: Στο τέλος δεν έμεινε κι εκείνος αστιγμάτιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)